στο λεξικό PONS
I. met·al [ˈmetəl, αμερικ -t̬əl] ΟΥΣ
I. pre·cious [ˈpreʃəs] ΕΠΊΘ
1. precious (of great value):
2. precious μειωτ (affected):
I. de·riva·tive [dɪˈrɪvətɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ μειωτ
II. de·riva·tive [dɪˈrɪvətɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
derivative ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
precious metal derivative ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
derivative ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
derivative ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Derivat ουδ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
derivative [dɪˈrɪvətɪv] ΟΥΣ
-
- Abkömmling αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- preceptress
- pre-Christian
- precinct
- preciosity
- precious
- precious metal derivative
- precious metal risk
- precious metals dealing
- precious metal trade
- preciousness
- precious stone