στο λεξικό PONS
material conditional ΟΥΣ
I. ma·terial [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΟΥΣ
1. material (substance):
4. material no pl (information):
5. material (equipment):
II. ma·terial [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. con·di·tion·al [kənˈdɪʃənəl] ΕΠΊΘ
1. conditional:
2. conditional ΓΛΩΣΣ:
II. con·di·tion·al [kənˈdɪʃənəl] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- matchplay
- match point
- matchstick
- match up
- matchwood
- material conditional
- material damage
- material effects
- material intensity
- materialism
- materialist