στο λεξικό PONS
in·di·rect ˈpar·ity ΟΥΣ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
par·ity [ˈpærəti, αμερικ ˈperət̬i] ΟΥΣ no pl
1. parity (equality):
2. parity ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
in·di·rect [ˌɪndɪˈrekt] ΕΠΊΘ
1. indirect (not straight):
2. indirect (not intended):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
indirect parity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
parity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.