στο λεξικό PONS
fis·cal ex·ˈpendi·ture ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ
ex·pendi·ture [ɪkˈspendɪtʃəʳ, ek-, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. expenditure no pl:
2. expenditure (sum spent):
fis·cal [ˈfɪskəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fiscal expenditure ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
expenditure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.