στο λεξικό PONS
dis·pos·al [dɪˈspəʊzəl, αμερικ -ˈspoʊ-] ΟΥΣ
I. quan·tity [ˈkwɒntəti, αμερικ ˈkwɑ:nt̬ət̬i] ΟΥΣ
1. quantity (amount):
2. quantity (large amount):
3. quantity (huge amount):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
disposal quantity ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
disposal ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abgang αρσ
disposal ΟΥΣ handel
-
- Veräußerung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
quantity <pl quantities> ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.