στο λεξικό PONS
dis·hon·or ΡΉΜΑ μεταβ ΟΥΣ αμερικ
dishonor → dishonour
I. dis·hon·our, αμερικ dis·hon·or [dɪˈsɒnəʳ, αμερικ -ˈsɑ:nɚ] τυπικ ΟΥΣ no pl
II. dis·hon·our, αμερικ dis·hon·or [dɪˈsɒnəʳ, αμερικ -ˈsɑ:nɚ] τυπικ ΡΉΜΑ μεταβ
2. dishonour (not respect):
I. dis·hon·our, αμερικ dis·hon·or [dɪˈsɒnəʳ, αμερικ -ˈsɑ:nɚ] τυπικ ΟΥΣ no pl
II. dis·hon·our, αμερικ dis·hon·or [dɪˈsɒnəʳ, αμερικ -ˈsɑ:nɚ] τυπικ ΡΉΜΑ μεταβ
2. dishonour (not respect):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dishonoured cheque ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
dishonoured bill ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dishonour ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.