στο λεξικό PONS
cor·po·rate ˈgrowth ΟΥΣ
growth [grəʊθ, αμερικ groʊθ] ΟΥΣ
1. growth no pl (in size):
2. growth no pl (increase):
3. growth no pl of sb's character, intellect:
4. growth (of plant):
5. growth no pl (whiskers):
cor·po·rate [ˈkɔ:pərət, αμερικ ˈkɔ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. corporate (shared by group):
2. corporate (of corporation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
corporate growth ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.