στο λεξικό PONS
in·stru·ment [ˈɪnstrəmənt] ΟΥΣ
1. instrument ΜΟΥΣ:
2. instrument (tool, measuring device):
3. instrument (means):
4. instrument ΝΟΜ τυπικ (document):
I. con·vert·ible [kənˈvɜ:tɪbl̩, αμερικ -ˈvɜ:rt̬əbl̩] ΟΥΣ
II. con·vert·ible [kənˈvɜ:tɪbl̩, αμερικ -ˈvɜ:rt̬əbl̩] ΕΠΊΘ
1. convertible (changeable):
2. convertible ΧΡΗΜΑΤΟΠ (exchangeable):
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
convertible debt instrument ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
convertible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.