στο λεξικό PONS
con·fer·ence pro·ˈceed·ings ΟΥΣ πλ
pro·ceed·ing [prə(ʊ)ˈsi:dɪŋ, αμερικ proʊˈ-] ΟΥΣ
1. proceeding:
2. proceeding ΝΟΜ (legal action):
3. proceeding (event):
- proceedings pl
-
4. proceeding ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (report):
- proceedings pl
-
con·fer·ence [ˈkɒnfərən(t)s, αμερικ ˈkɑ:nfɚ-] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
proceedings ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Verfahren ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- confectioner
- confectioner's sugar
- confectionery
- confederacy
- confederate
- conference proceedings
- conference room
- conference table
- conferment
- confess
- confessed