στο λεξικό PONS
Per·ma·nent ˈSec·re·tary ΟΥΣ βρετ
sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
1. secretary (office assistant):
2. secretary ΟΙΚΟΝ:
3. secretary βρετ (assistant ambassador):
4. secretary ΠΟΛΙΤ:
- secretary βρετ
-
Sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
I. per·ma·nent [ˈpɜ:mənənt, αμερικ ˈpɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. permanent (lasting indefinitely):
II. per·ma·nent [ˈpɜ:mənənt, αμερικ ˈpɜ:r-] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.