στο λεξικό PONS
Euro·pean Com·ˈmu·nity ΟΥΣ, EC ΟΥΣ no pl ιστ
Euro·pean Eco·nom·ic Com·ˈmu·nity ΟΥΣ, EEC ΟΥΣ no pl ιστ
I. com·mu·nity [kəˈmju:nəti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ
1. community ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
2. community (group):
3. community no pl (togetherness):
4. community no pl (public):
5. community ΟΙΚΟΛ:
II. com·mu·nity [kəˈmju:nəti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ modifier
I. Euro·pean [ˌjʊərəˈpiən, αμερικ ˌjʊrəˈ-] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
European Economic Community ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
community ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
community ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
community
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- European adder
- European Agricultural Guidance and Guarantee Fund
- European Bank for Reconstruction and Development
- European Banking Authority
- European beaver
- European Community
- European Council
- European Court of Auditors
- European Court of Human Rights
- European Court of Justice
- European Credit Transfer System