στο λεξικό PONS
 
  
 cp
cp συντομογραφία: compare
-  cp
-  vgl.
compare ΡΉΜΑ
I. com·pare [kəmˈpeəʳ, αμερικ -ˈper] ΡΉΜΑ μεταβ
1. compare (look for differences):
2. compare (liken):
-  
-  jdn/etw [mit jdm/etw] vergleichen
II. com·pare [kəmˈpeəʳ, αμερικ -ˈper] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. com·pare [kəmˈpeəʳ, αμερικ -ˈper] ΟΥΣ no pl λογοτεχνικό
CP1 [ˌsi:ˈpi:] ΟΥΣ
CP συντομογραφία: Communist Party
-  CP
-  
CP2 [ˌsi:ˈpi:] ΟΥΣ
CP ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ συντομογραφία: commercial paper
-  CP
-  
commercial paper ΟΥΣ handel
com·mer·cial ˈpa·per ΟΥΣ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
