στο λεξικό PONS
- paper
- Paper ουδ <-s, -s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Commercial Paper ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
- Commercial Paper (Geschäftspapier)
- commercial paper
Euro Commercial Paper ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Euro Commercial Paper
- euro commercial paper
DM Commercial Paper ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- commercial paper (Geschäftspapier)
- Commercial Paper ουδ
- euro commercial paper
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.