στο λεξικό PONS
A-road [ˈeɪrəʊd] ΟΥΣ
1. A-road (road):
2. A-road (artery):
-
- Verkehrsschneise θηλ
- embankment of a road
-
- embankment of a road
-
- embankment of a road
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
course of a road ΥΠΟΔΟΜΉ
characteristics of a road ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.