ill-considered ΕΠΊΘ
inconsidéré (inconsidérée) [ɛ̃kɔ̃sideʀe] ΕΠΊΘ
1. inconsidéré (irréfléchi):
2. inconsidéré (excessif):
irréfléchi (irréfléchie) [iʀefleʃi] ΕΠΊΘ
1. irréfléchi (précipité):
2. irréfléchi (étourdi):
3. irréfléchi (irrationnel):
I. lég|er (légère) [leʒe, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. léger (pesant peu):
3. léger (souple):
4. léger (faible):
5. léger (peu concentré):
6. léger (superficiel):
8. léger (frivole):
II. lég|er (légère) [leʒe, ɛʀ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.