Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 difficult [βρετ ˈdɪfɪk(ə)lt, αμερικ ˈdɪfəkəlt] ΕΠΊΘ
1. difficult (hard, not easy to do):
-  difficult task, choice, question, puzzle
-  
2. difficult (complex, inaccessible):
-  difficult author, novel, piece, concept
-  
-  our task was insuperably difficult
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 