differentially [βρετ ˌdɪfəˈrɛnʃ(ə)li, αμερικ ˌdɪfəˈrɛn(t)ʃəli] ΕΠΊΡΡ
differentially affect, benefit:
- differentially
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.