Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
capital punishment ΟΥΣ
punishment [βρετ ˈpʌnɪʃm(ə)nt, αμερικ ˈpənɪʃmənt] ΟΥΣ
1. punishment (stronger):
I. capital [βρετ ˈkapɪt(ə)l, αμερικ ˈkæpədl] ΟΥΣ
2. capital:
3. capital U:
II. capital [βρετ ˈkapɪt(ə)l, αμερικ ˈkæpədl] ΕΠΊΘ
1. capital letter:
στο λεξικό PONS
capital punishment ΟΥΣ no πλ
punishment ΟΥΣ
1. punishment (punishing):
-
- punition θηλ
2. punishment (penalty):
-
- sanction θηλ
- punishment ΝΟΜ
- peine θηλ
I. capital1 [ˈkæpɪtl, αμερικ -ət̬l] ΟΥΣ
capital punishment ΟΥΣ
punishment ΟΥΣ
1. punishment (punishing):
-
- punition θηλ
2. punishment (penalty):
-
- sanction θηλ
- punishment ΝΟΜ
- peine θηλ
I. capital1 [ˈkæp·ə·t̬l] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.