Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
arose [βρετ əˈrəʊz, αμερικ əˈroʊz] ΡΉΜΑ παρελθ
arose → arise
arise <απλ παρελθ arose; μετ παρακειμ arisen> [βρετ əˈrʌɪz, αμερικ əˈraɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. arise (occur):
2. arise (be the result of):
arise <απλ παρελθ arose; μετ παρακειμ arisen> [βρετ əˈrʌɪz, αμερικ əˈraɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. arise (occur):
2. arise (be the result of):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.