Γαλλικά » Γερμανικά

gonflant [gɔ͂flɑ͂] ΟΥΣ αρσ

gonflant
Volumen ουδ
donner du gonflant aux cheveux

gonflant(e) [gɔ͂flɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. gonflant οικ (exaspérant):

gonflant(e)

I . gonfler [gɔ͂fle] ΡΉΜΑ μεταβ

5. gonfler οικ (exaspérer):

ιδιωτισμοί:

les gonfler à qn οικ

Παραδειγματικές φράσεις με gonflant

donner du gonflant aux cheveux

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "gonflant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina