Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

crire στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για crire στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

3. croire (penser):

il est malin, (il ne) faut pas οικ croire!

II.croire à ΡΉΜΑ μεταβ έμμ αντικείμ

1. croire à (admettre comme vrai):

III.croire en ΡΉΜΑ μεταβ έμμ αντικείμ

Βλέπε και: Dieu

bon Dieu! αργκ
bon Dieu d'bon Dieu! αργκ
good God almighty! οικ
nom de Dieu! αργκ
Christ almighty! αργκ
qui donne aux pauvres prête à Dieu παροιμ
you won't get around me/her like that αμερικ

1. crier personne:

crier après οικ qn

crire στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για crire στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

crire Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

crire Από το λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA Bock GmbH

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski