στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. vano [ˈvano] ΕΠΊΘ
1. vano (inutile):
2. vano (illusorio):
II. vano [ˈvano] ΟΥΣ αρσ
1. vano:
- vano ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ (alloggiamento)
-
- vano motore ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
- vano portaoggetti ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
- vano posteriore ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
-
- vano αρσ posteriore
- bootless attempt, search
- vano
-
- vano, inutile
- fruitless attempt, search
- infruttuoso, vano
-
- vano αρσ portaoggetti
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- vano portaoggetti ΑΥΤΟΚ