στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. arrabbiato [arrabˈbjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
arrabbiato → arrabbiare
II. arrabbiato [arrabˈbjato] ΕΠΊΘ
1. arrabbiato (idrofobo):
2. arrabbiato (incollerito):
3. arrabbiato (accanito):
I. arrabbiare [arrabˈbjare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere (prendere la rabbia)
-  arrabbiare cane:
 -  
 
II. arrabbiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
 
 στο λεξικό PONS
 
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.