στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. depresso [deˈprɛsso] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
depresso → deprimere
II. depresso [deˈprɛsso] ΕΠΊΘ
1. depresso:
2. depresso ΟΙΚΟΝ:
- depresso economia, industria, regione, mercato
-
III. depresso (depressa) [deˈprɛsso] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- depresso (depressa)
-
στο λεξικό PONS
I. depresso (-a) [de·ˈprɛs·so] ΡΉΜΑ
depresso μετ παρακειμ di deprimere
II. depresso (-a) [de·ˈprɛs·so] ΕΠΊΘ
- depresso (-a)
-
III. depresso (-a) [de·ˈprɛs·so] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΙΑΤΡ
- depresso (-a)
-
-
- depresso(-a) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.