στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. giovane [ˈdʒovane] ΕΠΊΘ
1. giovane:
- giovane persona, animale, viso, pubblico
-
- giovane industria
-
2. giovane (in espressioni comparative):
II. giovane [ˈdʒovane] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
I. giovane [ˈdʒo:·va·ne] ΕΠΊΘ
1. giovane (persona, animale):
- giovane
-
2. giovane (moda, letteratura):
- giovane
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.