Oxford Spanish Dictionary
prisa ΟΥΣ θηλ
1. prisa (rapidez, urgencia):
- prisa
-
- prisa
-
2. prisa en locs:
deprisa ΕΠΊΡΡ
-
- prisa θηλ
-
- prisa θηλ
στο λεξικό PONS
prisa ΟΥΣ θηλ
-
- prisa θηλ
-
- prisa θηλ
prisa [ˈpri·sa] ΟΥΣ θηλ
-
- prisa θηλ
-
- prisa θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.