Oxford Spanish Dictionary
feo1 (fea) ΕΠΊΘ
1. feo:
- feo (fea) persona/animal/edificio
-
- feo (fea) peinado
-
2. feo:
- feo (fea) asunto/situación
-
- feo (fea) olor/sabor esp. λατινοαμερ
-
feo3 ΟΥΣ αρσ οικ
στο λεξικό PONS
I. feo ΟΥΣ αρσ οικ
feo (-a) ΕΠΊΘ
1. feo (espantoso):
2. feo (reprobable):
I. feo (-a) [ˈfeo, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.