Ver·schluss <-es, -schlüs·se>, Ver·schlußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Verschluss (Schließvorrichtung):
-
- Verschluss αρσ <-es, -schlüs·se>
-
- Verschluss αρσ <-es, -schlüs·se>
-
- Verschluss αρσ <-es, -schlüs·se>
-
- Verschluss αρσ <-es, -schlüs·se>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.