Verschluss <-es, -schlüsse> [fɛɐˈʃlʊs] SUBST αρσ
1. Verschluss (das Verschließen):
-  Verschluss
-  κλείσιμο ουδ
2. Verschluss (Deckel):
-  Verschluss
-  καπάκι ουδ
4. Verschluss ΦΩΤΟΓΡ:
-  Verschluss
-  φωτοφράκτης αρσ
5. Verschluss (Waffe):
-  Verschluss
-  κλείστρο ουδ
6. Verschluss ΙΑΤΡ:
-  Verschluss
-  κλείθρο ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
