ver·schliss, ver·schlißπαλαιότ ΡΉΜΑ
verschliss παρατατ von verschleißen
I. ver·schlei·ßen <verschleißt, verschliss, verschlissen> ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
II. ver·schlei·ßen <verschleißt, verschliss, verschlissen> ΡΉΜΑ μεταβ
1. verschleißen (abnutzen):
- etw verschleißen
-
2. verschleißen (jds Kräfte verzehren):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.