στο λεξικό PONS
I. lang·fris·tig ΕΠΊΘ
II. lang·fris·tig ΕΠΊΡΡ
Kre·dit1 <-[e]s, -e> [kreˈdi:t, -ˈdɪt] ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
langfristiger Kredit ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
langfristig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- lang ersehnt
- langersehnt
- Langeweile
- langfädig
- langfaserig
- langfristiger Kredit
- Langfrist-Rating
- Langfristzinsen
- lang gehegt
- langgehegt
- langgehen