στο λεξικό PONS
ˈlong-term ΕΠΊΘ προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
long-term ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
long-term investor ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Daueranleger αρσ
long-term incentive ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Longterm Incentive ουδ
long-term funds ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
long-term borrowing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
long-term shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
long-term credit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
long-term interest ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
long-term memory ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- longterm
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.