Lang·zeit·ar·beits·lo·se(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
- die Langzeitarbeitslosen
-
- Sonderarbeitsverhältnis für Langzeitarbeitslose
-
-
- die Langzeitarbeitslosen pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.