 
  
 be·foh·len [bəˈfo:lən] ΡΉΜΑ
befohlen μετ παρακειμ: befehlen
I. be·feh·len <befiehlt, befahl, befohlen> [bəˈfe:lən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. befehlen (den Befehl geben):
2. befehlen (beordern):
I. be·feh·len <befiehlt, befahl, befohlen> [bəˈfe:lən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. befehlen (den Befehl geben):
2. befehlen (beordern):
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
