στο λεξικό PONS
Ein·lie·fe·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Einlieferung ΙΑΤΡ:
2. Einlieferung ΝΟΜ:
3. Einlieferung (von Sendungen):
- Einlieferung Brief, Paket etc.
-
Mas·sen·lie·fe·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Be·lie·fe·rung <-> ΟΥΣ θηλ
Aus·lie·fe·rungs·be·fehl ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Falsch·lie·fe·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Be·lie·fe·rungs·pflicht <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
HBCI-Standard ΟΥΣ αρσ IT
Standardlaufzeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Wertpapierlieferung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Einlieferung ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Lieferungsart ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
physische Lieferung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
effektive Lieferung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Standardschätzfehler ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Ausbaustandard
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.