Schwert <-[e]s, -er> [ʃve:ɐ̯t] ΟΥΣ ουδ
1. Schwert (Hieb- und Stichwaffe):
2. Schwert ΝΑΥΣ:
- Schwert
- centreboard [or αμερικ -er-]
Flammendes Schwert ΟΥΣ
-
- Schwert ουδ <-(e)s, -er>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.