στο λεξικό PONS
Pro·fil <-s, -e> [proˈfi:l] ΟΥΣ ουδ
2. Profil (seitliche Ansicht):
-
- profile
- jdn im Profil fotografieren
-
3. Profil τυπικ (Ausstrahlung):
- psychological profile ΙΑΤΡ, ΨΥΧ, ΝΟΜ
-
- profile
-
- to draw/photograph sb in profile
-
- profile (restricted in scope)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.