στο λεξικό PONS
Durch·schnitts·grö·ße <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Geld·ein·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Geld·ein·gang ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Rein·heits·grad <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΗΜ
Ein·heits·ge·bühr <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ein·heits·be·din·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Einheitsbeitrag ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rentabilitätsgröße ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Geldeinheit ΟΥΣ θηλ CTRL
Geldeinkommen ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Geldeinlage ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Einheitslastschrift ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Einheitsmarkt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Einheitswährung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Einheitssaldo ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Einheitswert ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Einheitskosten ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Einheitstarif ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Einheitspreissystem (ÖPNV)
- Einheitspreissystem ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
Einheitskosten
Grundeinheit
Einheitsfahrpreis ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Sicherheitsgründe ΟΔ ΑΣΦ
Maßeinheit
Untersuchungseinheit ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Allgemeinheit
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Verflüssigereinheit
Sammlereinheit
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.