στο λεξικό PONS


I. flüch·tig [ˈflʏçtɪç] ΕΠΊΘ
1. flüchtig (geflüchtet):
2. flüchtig (kurz):
3. flüchtig (oberflächlich):
II. flüch·tig [ˈflʏçtɪç] ΕΠΊΡΡ


Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.