epi·sod·ic [ˌepɪˈsɒdɪk, αμερικ -ˈsɑ:d-] ΕΠΊΘ
1. episodic (occasional):
2. episodic ΛΟΓΟΤ, ΜΜΕ (consisting of episodes):
- episodic
-
- episodic
-
-
- episodic film
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.