faux (fausse) [fo, fos] ΕΠΊΘ
1. faux πρόθεμα:
3. faux πρόθεμα (simulé):
5. faux πρόθεμα (pseudo):
6. faux postposé (fourbe):
7. faux πρόθεμα (imposteur):
8. faux (erroné):
9. faux πρόθεμα (non fondé):
10. faux postposé (ambigu):
11. faux πρόθεμα (maladroit):
II. faux1 <πλ faux> [fo] ΟΥΣ αρσ
III. faux1 <πλ faux> [fo]
faux-monnayeur <faux-monnayeurs> [fomɔnɛjœʀ] ΟΥΣ αρσ
faux-sens <πλ faux-sens> [fosɑ͂s] ΟΥΣ αρσ
faux papiers αρσ πλ
faux, fausse ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.