fauteuil [fotœj] ΟΥΣ αρσ
1. fauteuil:
II. fauteuil [fotœj]
-
- Balkonplatz αρσ
-
- Schaukelstuhl αρσ
-
- Bürosessel αρσ
-
- Behandlungsstuhl αρσ
-
- Gartenstuhl αρσ
- fauteuil d'orchestre
- Parkettsitz αρσ
- fauteuil d'orchestre
-
fauteuil ΟΥΣ
- fauteuil d'osier αρσ
- Korbsessel αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.