Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. tiède [tjɛd] ΕΠΊΘ
1. tiède κυριολ:
- tiède (désagréablement) café, soupe
-
- tiède bain
-
- tiède (agréablement) eau, air, nuit
-
- tiède saison, température
-
II. tiède [tjɛd] ΟΥΣ αρσ θηλ μειωτ
III. tiède [tjɛd] ΕΠΊΡΡ
salade [salad] ΟΥΣ θηλ
2. salade (plat):
3. salade οικ:
στο λεξικό PONS
tiède [tjɛd] ΕΠΊΘ
2. tiède (de peu d'ardeur):
- tiède engagement, accueil, soutien
-
- tiède sentiment, foi
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.