Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. libér|al (libérale) <αρσ πλ libéraux> [libeʀal, o] ΕΠΊΘ
1. libéral (tolérant):
II. libér|al (libérale) <αρσ πλ libéraux> [libeʀal, o] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
profession [pʀɔfesjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. profession (métier):
2. profession (corporation):
3. profession (déclaration publique):
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.