

- libation
- libation (à to)
- faire des libations ΙΣΤΟΡΊΑ
- to offer libations
- faire des libations μτφ, χιουμ
- to indulge in libations


- libation
- libation θηλ (to à)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.