Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
libéralisation [libeʀalizasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. libéralisation:
- libéralisation ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- libéralisation économique/financière
-
- libéralisation des transports aériens ou du ciel
-
- modernisation/libéralisation à marche forcée μτφ
-
στο λεξικό PONS
-
- libéralisation θηλ
-
- libéralisation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- libanais
- libation
- libelle
- libellé
- libeller
- libéralisation
- libéraliser
- libéralisme
- libéralité
- libérateur
- libération