Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
échelle [eʃɛl] ΟΥΣ θηλ
1. échelle (pour monter, descendre):
2. échelle (de plan, maquette):
3. échelle (système de gradation):
4. échelle μτφ:
στο λεξικό PONS
échelle [eʃɛl] ΟΥΣ θηλ
2. échelle (proportion, rapport, graduation):
échelle [eʃɛl] ΟΥΣ θηλ
2. échelle (proportion, rapport, graduation):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'échelle
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label