Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. immédiat (immédiate) [imedja, at] ΕΠΊΘ
1. immédiat (instantané):
II. immédiat ΟΥΣ αρσ
immédiat αρσ:
στο λεξικό PONS
immédiat(e) [imedja, jat] ΕΠΊΘ
1. immédiat (très proche):
immédiat(e) [imedja, jat] ΕΠΊΘ
1. immédiat (très proche):
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.