Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
immatér|iel (immatérielle) [imateʀjɛl] ΕΠΊΘ
1. immatériel (gén) ΦΙΛΟΣ:
- immatériel (immatérielle)
-
2. immatériel ΝΟΜ:
- immatériel (immatérielle)
-
-
- immatériel/-ielle
στο λεξικό PONS
immatériel(le) [i(m)mateʀjɛl] ΕΠΊΘ
1. immatériel:
- immatériel(le)
-
2. immatériel (léger, aérien):
- immatériel(le)
-
-
- immatériel(le)
immatériel(le) [i(m)mateʀjɛl] ΕΠΊΘ
- immatériel(le)
-
-
- immatériel(le)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.