Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
beauté [bote] ΟΥΣ θηλ
1. beauté (esthétique):
- beauté
-
2. beauté (qualité):
- éblouissante de beauté
-
στο λεξικό PONS
beauté [bote] ΟΥΣ θηλ (a. personne)
- beauté
-
beauté [bote] ΟΥΣ θηλ (a. personne)
- beauté
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.